& αν υπάρξει αντίδραση μετά τη λήψη του ομοιοπαθητικού, γιατί συμβαίνει αυτό;
Η κλασική ομοιοπαθητική στηρίζεται στο ένα και απλό ΌΜΟΙΟ με την ασθένεια φάρμακο, στην κατάλληλη με την ασθένεια δυναμοποίηση και στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα (Hahnemann, §275, 5th ed).
Η αλόγιστη κατανάλωση ομοιοπαθητικών φαρμάκων είναι αυτή που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις, όταν αυτά λαμβάνονται α) σε ποσότητα - συχνότητα (μεγαλύτερης της αναγκαίας), β) σε δυναμοποίηση δυσανάλογη της ασθένειας, γ) σε μείγμα ή ταυτόχρονα με άλλα δυναμοποιημένα ομοιοπαθητικά φάρμακα. Αν κάτι από τα βασικά παραπάνω στοιχεία καταργείται -πόσο μάλλον όλα μαζί-, τότε ο οργανισμός, ανάλογα με την ευαισθησία του, μπορεί και να «αντιδράσει» (Hahnemann, §246, §276 6th ed.).
Όμως ακόμα και κατά τη διάρκεια της προσεκτικά επιλεγμένης ομοιοπαθητικής θεραπείας είναι αναμενόμενο ότι θα αναδυθούν συμπτώματα που προσομοιάζουν στην αρρώστια από την οποία πάσχει κάποι@ μετά τη λήψη του φαρμάκου (Hahnemann S., §279, 5th ed.) και αυτό δείχνει ότι η θεραπεία έχει ξεκινήσει, ακολουθώντας τους “Θεραπευτικούς νόμους του Hering”, π.χ. συμπτώματα προς τα έξω (εξανθήματα, εκκρίσεις) που έχουμε «καταπιέσει» στο παρελθόν, (π.χ. μέσω «ομοιοπαθητικής πολυφαρμακίας», συμβατικών φαρμάκων ή μέσω επέμβασης-εγχείρησης).
Η ομοιοπαθητική δρα ξεδιπλώνοντας τα διάφορα στρώματα της ασθένειας σταδιακά, ξεκινώντας από το πιο πρόσφατο. Ο/η ασθενής μπορεί να διαχειριστεί αυτό που βγαίνει κατά της διάρκεια της θεραπείας, καθώς ο πόνος είναι σημαντικά πιο αμβλυμένος και η διάθεση έχει αλλάξει προς το καλύτερο.